Πέμπτη, 22 Ιανουαρίου 2009

" Aρχιεπισκόπου Χριστοδούλου Μνημόνιον "


"Χριστόδουλος: ένας Οραματιστής Ιεράρχης"


Του Γ. Ι. ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

Δικηγόρου – υπ. Δρ. του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών


Πέρασε ήδη ένας χρόνος από την ημέρα που ένα καυτό δάκρυ έπεσε πάνω σε μία σελίδα του βιβλίου της εκκλησιαστικής μας ιστορίας· που το φυλλομέτρημά του διακόπηκε από ένα βουβό αναφιλητό. Ήταν εκείνο το παγερό πρωινό του Γενάρη (28.1.08), που το ξημέρωμα συνοδεύτηκε από το ένα θλιβερό, εξόδιο άγγελμα: την προς Κύριον εκδημία του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου. Η είδηση, όσο και εάν σκόρπισε τη θλίψη και τον πόνο, δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Η φύση και η σοβαρότητα της ασθένειας, που ήδη για ένα εξάμηνο δοκίμαζε τις αντοχές του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, προετοίμαζαν για το αναμενόμενο, πλην όμως απευκτέο και έφερναν όλο και πιο κοντά αυτό που όλοι αποδιώχναμε ως σκέψη και ενδεχόμενο, δεν μπορούσαμε όμως να το αποτρέψουμε ως κατάληξη μιας προδιαγεγραμμένης πορείας… Έτσι, βρήκε για πολλοστή φορά την επαλήθευσή του το «Ως τω Κυρίω έδοξε, ούτω και εγένετο».


Δίχως αμφιβολία, ο εκλιπών Ιεράρχης υπήρξε μια χαρισματική προσωπικότητα. Η ζωή, το έργο και οι επιλογές του έχουν πλέον παραδοθεί στην κρίση της Ιστορίας. Αυτή, μακριά από την άφευκτη συναισθηματική φόρτιση, που γεννά η χρονική εγγύτητα με τα γεγονότα, θα επιχειρήσει να αξιολογήσει προθέσεις, ενέργειες και σχεδιασμούς … Το σημείωμα αυτό δεν θα ενδώσει στον πειρασμό της διατυπώσεως τέτοιων αξιολογικών κρίσεων. Επιδιώκει απλώς να φανερώσει έναν «άλλο», λιγότερο γνωστό, Χριστόδουλο, όπως αυτός προέκυψε μέσα από τις αφορμές «συναντήσεως» που είχα μαζί του…


Συνάντησα, για πρώτη φορά, το μακαριστό Αρχιεπίσκοπο, το Δεκέμβριο 1997, σε μια εσχατιά της ελληνικής μας πατρίδας, την ακριτική Κόνιτσα. Ως Μητροπολίτης Δημητριάδος τότε είχε βρεθεί στην επαρχιακή αυτή πόλη για να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις μνήμης, που διοργάνωνε η οικεία Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, με αφορμή τη συμπλήρωση τριετίας από την εκδημία του «σηματωρού και κήρυκα» των δικαιωμάτων του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, πολιού Ιεράρχου Σεβαστιανού. Μετά το εκκλησιαστικό μνημόσυνο, ο τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος μίλησε στην κατάμεστη αίθουσα τελετών του δημαρχιακού μεγάρου για τον εκλιπόντα Ιεράρχη. Με την γνωστή ρητορική του ευφράδεια, ξεδίπλωσε το όραμά του για μία εκκλησία ζωντανή, που θα αντλεί δύναμη από τις αστείρευτες πηγές της πνευματικότητάς της και θα σχεδιάζει συγχρόνως τον βηματισμό της, αφουγκραζόμενη τις ανάγκες και τους αλάλητους αναστεναγμούς του ποιμνίου της… Με εντυπωσίασε η αυθεντικότητα του λόγου του. Εκείνο, όμως, που έμεινε βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μου ήταν το ειλικρινές ενδιαφέρον και η οφειλετική του μέριμνα για την πορεία και γενικώς την παρουσία της Εκκλησίας.


Όταν μετά από έξι περίπου μήνες (Απρίλιος 1998) ο Χριστόδουλος ανήλθε στις βαθμίδες του αρχιεπισκοπικού θρόνου, καθιέρωσε να πραγματοποιεί, κατά τη διάρκεια των κατανυκτικών εσπερινών της Μ. Τεσσαρακοστής, σειρά ομιλιών για διάφορα πνευματικά θέματα. Εκεί μπορούσε κανείς να διαγνώσει το θεολογικό του υπόβαθρο, στο οποίο, συχνά κατηγορήθηκε ότι δεν στήριζε τις δημόσιες παρεμβάσεις του. Σε αυτές τις ομιλίες ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος επιχειρούσε να γονιμοποιήσει τις καρδιές του ποιμνίου του με τα νάματα της θεολογικής γνώσεως και εμπειρίας, γεγονός το οποίο βεβαίως παρέμεινε στη σκιά της τηλεοπτικής, ή άλλης, δημοσιότητας, καθώς δεν υπάκουε στους αδηφάγους κανόνες της «ιντριγκαδόρικης» και συγκρουσιακής, τηλεοπτικής λογικής.


Στο μέσον περίπου της πρωθιεραρχικής του διακονίας, τον Οκτώβριο 2004, στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός», επιδόθηκε στο μακαριστό Ιεράρχη τιμητικός τόμος, με τον τίτλο «Διακονία και Λόγος», για τα τριάντα τότε χρόνια της αρχιερατικής του διακονίας (1974 – 2004). Κατά τη διάρκεια της εκδηλώσεως αυτής, ο Χριστόδουλος κατέθεσε, με καθαρά εξομολογητική διάθεση, τη μαρτυρία της επισκοπικής του εμπειρίας, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι ο « Επίσκοπος δεν έχει δικαίωμα να βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του, αλλά μέσα από την οπτική γωνία που του δίνει το εγκόλπιό του. Μετά δε τη χειροτονία μου σε Επίσκοπο, δεν άργησα καθόλου να συνειδητοποιήσω ότι όσο βαρύτιμος και να φαίνεται ο σάκος του Επισκόπου, δεν ντύνει αλλά ξεγυμνώνει. Άλλωστε, ο κακόπιστος και ο αρνητής έχουν ανάγκη να σε διασύρουν για να βρουν στη δική σου μείωση τη δική τους δικαιολόγηση».


Είναι αλήθεια ότι ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, «προκάλεσε» με την ποιμαντορία του. Και αυτό είναι φυσικό, από τη στιγμή που δεν δίστασε να ταράξει τις εφησυχάζουσες συνειδήσεις και να θέσει την εκκλησιαστική, και όχι μόνο, κοινότητα αντιμέτωπη με κρίσιμα και οριακά διλήμματα. Η τελική αποτίμηση της επισκοπικής του διακονίας ανήκει, όπως αναφέρθηκε, στην κρίση της Ιστορίας, η οποία δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη της και την αίσθηση που έχει διαμορφώσει συνολικώς και η εκκλησιαστική συνείδηση. Εκείνο πάντως που πρέπει, δίχως αμφιβολία, να του αναγνωριστεί είναι, ενόψει και των ανωτέρω, ότι διέθετε όραμα για την Εκκλησία, το οποίο αγωνίστηκε να το καταστήσει πραγματικότητα… Ας είναι αιωνία και αγήρως αυτού η μνήμη…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...