Τρίτη, 8 Μαΐου 2012

Ἄνθρωπος - ἀπάνθρωπος – Θεάνθρωπος

 
 
 
τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. Χρυσοστόμου
 
 
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης διασώζει καὶ παραδίδει σὲ μᾶς τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ Παραλυτικοῦ, ἀπὸ τὸν Κύριο, πλησίον τῆς Κολυμβήθρας Βηθεσδᾶ. (Ἰωάνν. ε’, 1-15)

Δὲν θὰ σταθῶ στὸ γεγονὸς αὐτὸ καθἑαυτό, γνωστότατον ἄλλωστε, ἀλλὰ στὴν κραυγὴ τοῦ Παραλυτικοῦ, ὅταν ἤκουσε τὴν γλυκυτάτην φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, ὁποῖος τὸν ἐρωτοῦσε: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;». Στήν κραυγὴ, ποὺ συγκλονίζει ὄχι μόνο τὰ ὦτα ἀλλὰ καὶ τὴν ὅλη ὕπαρξη τῶν ἀνθρώπων κάθε ἐποχῆς. Δὲν λέγει στὸν Κύριο «Ναί, Κύριε θέλω νὰ γίνω ὑγιής...», ἀλλὰ ἐκφράζει τὸν πόνο τῆς ψυχῆς του, ἕνα μεγάλο καϋμὸ κλεισμένο στὰ σωθικὰ του ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια: «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω...». (Ἰωάνν. ε’,7)

Πόσοι πέρασαν ἀπὸ κοντὰ του τόσα χρόνια! Θὰ ἦταν ὁπωσδήποτε ἑκατοντάδες καὶ χιλιάδες ἀνθρώπων, διότι τὸ μέρος ἦταν πολυσύχναστο. Οὐδεὶς τὸν ἐπρόσεξε. Οὐδεὶς τοῦ ἔδωσε σημασία. Οὐδεὶς ἤκουσε τὴν παράκλησή του, τὴν κραυγὴ τῆς ἱκεσίας του. Οὐδεὶς κατεδέχθη νὰ τὸν βοηθήσῃ, ὥστε μὲ τὴν κάθοδο τοῦ Ἀγγέλου νὰ εἰσέλθῃ στὴν κολυμβήθρα, γιὰ νὰ θεραπευθῇ.

Ἦτο γιὰ ὅλους ἕνας ἄγνωστος, χωρὶς εἶδος καὶ κάλλος. Ἦτο «ξένος». Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ μάτια τους ἦταν κλειστά, ὁμοίως καὶ τὰ αὐτιά τους. Γι’ αὐτὸ οἱ καρδιὲς ἦταν πέτρινες, σκληρὲς σὰν τὸν γρανίτη, ἀναισθητότερες τοῦ λίθου, ὡς θά ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Γι’ αὐτὸ ἦταν ὅλοι «ἀναίσθητοι», ἀφοῦ δὲν μποροῦσαν ἤ καλύτερα δέν ἤθελαν νά ἀντιληφθοῦν, ὅτι ἐνώπιόν τους εἶχαν ἕνα ἄνθρωπο ὅμοιον μὲ αὐτούς. Φαντάζεσθε τὸν πόνο αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια;

·                    Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ μᾶς δίδει τὴν εὐκαιρία, νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ πολὺ μεγάλο καὶ καυτὸ πρόβλημα τῆς ἔλλειψης κοινωνίας τῶν προσώπων.

Πόσες φορὲς ἐπαναλαμβάνεται ἡ ἴδια ἱστορία! Πόσες φορὲς περισσεύει ὁ πόνος, ἡ ὀδύνη ἕνεκα τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς ἐγκατάλειψης, μέσα στὴν πολύβουη καὶ πολυάνθρωπη «κοινωνία», ποὺ ζοῦμε.

Ποῦ πῆγε ἆρα γε, τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο; Ποῦ πῆγε ἡ ἀνθρώπινη ἀξία, ἡ ἀνθρωπιά, ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ συμπαράσταση, ἡ ἀγάπη;

Ποτὲ δὲν συναντούσαμε περισσοτέρους ἀνθρώπους, ἀπ’ ὅσους συναντοῦμε σήμερα. Ἀλλὰ καὶ ποτὲ δὲν αἰσθανθήκαμε τόση μοναξιὰ, ὅση αἰσθανόμαστε στήν ἐποχή μας.

Δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη ὑλικῶν ἀγαθῶν, ποὺ πονάει τόσο πολύ, δὲν εἶναι ἡ ἀσθένεια, δὲν εἶναι οὔτε καὶ αὐτὸς, ἂν θέλετε ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος ἀπό τήν στιγμή πού ἀνέστη ὁ Κύριος, ἐνικήθη καὶ κατηργήθη. Εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς ἀνθρώπινης στοργῆς καὶ ζεστασιᾶς, ὅπως ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὸν λόγο, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς, τὸν λόγο τῆς στοργῆς, τὸν λόγο, ποὺ διασώζει τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ ποὺ προσφέρεται ὡς λεπτὴ αὔρα χαρᾶς καὶ ἀγαλλίασης πρὸς τὸν συνάνθρωπό μας, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι αὐτός. Εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς ἀγάπης, πού ξέρει νά προσφέρει καί νά προσφέρεται θυσιαστικά γιά τόν ἄλλον, ἀνά πᾶσα στιγμή.

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη διαβάζομε χαρακτηριστικά: «Οὐαὶ οἱ συνάπτοντες οἰκίαν πρὸς οἰκίαν»(Ἠσαΐας ε΄, 8). Πρὶν ἀπό λίγα χρόνια στὶς πανελλήνιες ἐξετάσεις εἶχε δοθῇ παρόμοιο θέμα, νὰ τὸ ἀναπτύξουν οἱ ὑποψήφιοι φοιτητές. «Ποτὲ ἄλλοτε οἱ στέγες τῶν σπιτιῶν δὲν ἦταν τόσο κοντὰ ἡ μία μὲ τὴν ἄλλη, ὅσο σήμερα. Καὶ ποτὲ ἄλλοτε οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων δὲν ἦταν τόσο μακρυὰ ἡ μιά ἀπ΄τὴν ἄλλη, ὅσο εἶναι σήμερα».

Δὲν χρειάζεται νὰ πάῃ κανεὶς μακρυὰ, γιὰ νὰ βεβαιωθῇ γιὰ τὰ παραπάνω. Ἂς περάσῃ ἀπὸ ἕνα δρόμο τῆς Ἀθήνας, στὴν Ὀμόνοια ἢ ὅπου ἀλλοῦ. Θὰ διαπιστώσῃ, ὅτι κάποιοι ἀργοπεθαίνουν μόνοι τους, πεσμένοι σὲ παγκάκια ἢ κατὰ γῆς. Ἄλλοι βογγοῦν ἀπὸ τοὺς πόνους, ποὺ τοὺς προκαλεῖ ἡ ἔλλειψη τῶν οὐσιῶν, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐξαρτῶνται. Ἄλλοι σὲ κάποια γωνιὰ στριμωγμένοι προσπαθοῦν, νὰ ζεσταθοῦν τυλιγμένοι σὲ ράκη. Καὶ εἶναι Ἕλληνες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλα μέρη τῆς γῆς. Ἡ ἀνθρώπινη κατάντια στὸ ἔπακρο.

Ἂς προχωρήσομε ὅμως περισσότερο. Πόσοι μένουν σὲ μιά πολυκατοικία; Καὶ ὅμως ἐλάχιστα ἢ καθόλου γνωρίζονται μεταξύ τους. Ὁ ἕνας κλαίει, χωρὶς νὰ ἔχῃ τὴν συμπαράσταση τοῦ ἄλλου, ὁ ὁποῖος τὴν ἴδια ὥρα μπορεῖ νὰ διασκεδάζῃ ἀμέριμνος, χωρὶς νὰ λαμβάνῃ ὑπ’ ὄψη του τὴν θλίψη τοῦ ἀδελφοῦ του, ἔστω καὶ ἂν τὸ ἔχῃ ἀντιληφθῇ.

«Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», ἀκοῦς παντοῦ. Ἄλλοι τὸ φωνάζουν δυνατά. Ἄλλοι τὸ λένε μὲ τὰ μάτια τους, τὰ πονεμένα καὶ δακρυσμένα΄ ἄλλοι μὲ τὸ βογγητό τους ποὺ ἐξέρχεται ὡς κραυγὴ ἀγωνίας καὶ ἀπογοήτευσης γιὰ τὴν στάση ἀπέναντί τους τῆς «παράλυτης» κοινωνίας μας.

Συγκλονιστικὸ καὶ ἀφοπλιστικὸ εἶναι τὸ πραγματικό γεγονός, ποὺ θὰ ἀναφέρωμε παρακάτω:

Ἕνα παιδὶ βρίσκεται πεσμένο ἀπό τό ποδήλατο σὲ μιά διασταύρωση ὁδῶν, καὶ ὑποφέρει γιατί ἔχει σπασμένο πόδι. Κάποιος μὲ τὸ αὐτοκίνητό του, βιάζεται νὰ περάσῃ καὶ ὁ κτυπημένος νεαρὸς τὸν ἐμποδίζει. Χωρὶς νὰ χάσῃ καιρὸ ὁ ὁδηγὸς τοῦ αὐτοκινήτου ἀφήνει τὸ τιμόνι, μετακινεῖ τὸν νεαρὸ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, τὸν ἐγκαταλείπει, φεύγει γιὰ νὰ φτάσῃ στὸν «προορισμό» του. Κάποιος ἄλλος ἄς ἐνδιαφερθῇ γι’ αὐτὸ τὸ παιδί...

Φρίκη ὄντως μᾶς καταλαμβάνει, ὅταν σκεπτώμαστε τέτοια περιστατικά.

Θέλετε νὰ πᾶμε καὶ πιὸ πέρα. Φοβᾶμαι, ὅτι κάποιοι θὰ πονέσουν πολὺ ψυχικά. Ὅμως, δυστυχῶς, ἔτσι κάπως εἶναι τὰ πράγματα.

«Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», φωνάζει καὶ ὁ γέροντας, ἡ μάνα καὶ ὁ πατέρας, ποὺ τόσα χρόνια ἐργάστηκε γιὰ τὴν οἰκογένειά του καὶ τώρα αἰσθάνεται τὴν μοναξιὰ καὶ τὴν ἀπουσία τῶν δικῶν του ἀνθρώπων.

«Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», κραυγάζουν ὅσοι ἀγωνίστηκαν γιά τό κοινωνικό σύνολο καί ἔλειωσαν σάν λαμπάδες, γιά να ζεστάνουν καί νά φωτίσουν την κοινωνία.

Ἡ ἀδιαφορία μέ συνοδό τήν ἀχαριστία εἶναι τό ἀπαίσιο δίδυμο, πού πληγώνει ἀφάνταστα τίς καρδιές. Καυχώμεθα γιά τόν πολιτισμό μας, ἀλλ’ ὅμως ἡ πραγματικότητα μᾶς διαψεύδει. Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔλεγε γιά τόν Εὐρωπαϊκό Πολιτισμό: «.. Ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός ἔκαμε τόν ἄνθρωπο ἄψυχο, τόν ἔκαμε πρᾶγμα καί τόν ἐμηχανοποίησε. Αὐτός ὁμοιάζει μέ μίαν τερατώδη μηχανήν, ἡ ὁποία καταβροχθίζει τούς ἀνθρώπους καί τούς μετατρέπει εἰς πράγματα. Τό τέλος εἶναι  σπαρακτικῶς θλιβερόν καί συγκλονιστικῶς τραγικόν. Ὁ ἄνθρωπος ἄψυχον πρᾶγμα ἐν μέσῳ ἀψύχων πραγμάτων...» Καί στή συνέχεια θά διαπιστώσῃ: «Διότι τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἄνευ Θεοῦ; Εἰς τήν ἀρχήν ἡμιάνθρωπος, εἰς δέ τό τέλος, μή ἄνθρωπος»

Ἔχει εἰπωθῇ, ὅτι «δίχως Θεὸ ὅλα ἐπιτρέπονται» καὶ ἀκόμη ὅτι ὁ ἄνθρωπος  καταντάει πολλάκις λύκος γιὰ τὸν συνάνθρωπό του «Homo nomini lupus».

Στὸ διαδίκτυο τὶς τελευταῖες ἡμέρες κυκλοφορεῖται ἕνα βίντεο, τὸ ὁποῖο παρουσιάζει μιά φρικτὴ καὶ ἀποτρόπαιη σκηνὴ, ποὺ ἐξελίσσεται στὴν Συρία, ὅπου ὑπάρχουν τὰ τόσα προβλήματα. Ἄνθρωποι θάπτουν ζωντανὸ ἕνα συνάνθρωπό τους. Ὅσο εἶναι τὸ κεφάλι του ἔξω ἀπὸ τὸ χῶμα ἐκλιπαρεῖ γιὰ βοήθεια καὶ σωτηρία. Ὅμως ἀκολουθεῖ ἡ σκηνὴ, ποὺ κόβει τὴν ἀνάσα, σὲ ὅποιον βλέπει αὐτό τὸ βιντεάκι. Γρήγορα οἱ συνάνθρωποί του, μὲ τὰ φτυάρια ρίχνουν χῶμα καὶ καλύπτουν καὶ τὸ κεφάλι τοῦ δύστυχου θύματος.

·                    Φοβᾶμαι, ὅτι ἂν προχωρήσω περαιτέρω, θὰ δυσκολεύσω τὰ πράγματα.

Γι’ αὐτὸ προτιμῶ, νὰ δώσω τὸ μήνυμα τῆς ἐλπίδας καὶ τό στῖγμα τῆς ἐξόδου μας ἀπὸ τὴν ἀπανθρωπιὰ καὶ τὴν ἐρημία, στὴν ὁποία εἴμαστε καταδικασμένοι ἐξ αἰτίας τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ άπό τή ζωή μας.

Ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Πατέρα, σημαίνει καὶ τὴν σωτηρία μας. Εἶναι αὐτὸς ὁ Πατέρας, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δηλώνει ὅτι: «ἐποίησέ τε ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων, κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς»(Πραξ. ιζ΄,26).

Τὸ πρόσωπο, ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀγάπη, ἡ ἀδελφοσύνη, διασώζονται ἐν τῇ κοινωνίᾳ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου. Διασώζονται μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ πραγματικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Διασώζονται στὰ πρόσωπα ἐκείνων, ποὺ εὐτυχῶς ὑπάρχουν σήμερα καὶ εἶναι πολλοί, οἱ ὁποῖοι ἐπαναλαμβάνουν μαζὶ μὲ τὸν εὐσχήμονα Ἰωσὴφ πρὸς τὸν Οὐράνιο «Ξένο», ὅτι εἶναι διατεθειμένοι νὰ θυσιαστοῦν ξενίζοντας τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους καὶ πάντα ἀδελφὸν, ποὺ ὑποφέρει καὶ ὀδυνᾶται ψυχικὰ ἢ σωματικά. Αὐτός εἶναι ὁ τύπος τοῦ γνησίου ἀνθρώπου, τοῦ «καινοῦ», τοῦ νέου δηλαδή ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος βιώνει τήν ἀγάπη μέ τήν σταυροειδῆ διάστασή της˙ Θεός - ἄνθρωπος, ἄνθρωπος – συνάνθρωπος. Μόνο ὅταν ζοῦμε αὐτή τήν διάσταση τῆς ζωῆς, ὅταν συναντοῦμε ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο, κατανοοῦμε τήν διαφορά ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τόν ἀπάνθρωπο.

·                    Ἀγαπητοί μου, δίπλα μας, κοντά μας, μπροστὰ μας ὁ Κύριός μας, μᾶς μιλάει μὲ γλυκύτητα: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;»

Στὴν δική μας ἀπάντηση: «Κύριε ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «Ἔγειρε, ἆρον σου τόν κράββατον καί περιπάτει» (Ἰωαν. ε’,8). Προχώρα παιδί μου καί μή φοβᾶσαι, δέν εἶσαι μόνος σου. Ἀν σέ ξέχασαν οἱ ἄνθρωποι, ποτέ δέν σέ ἐλησμόσμησε καί οὔτε θά σέ ἐγκαταλείψῃ ὁ Θεάνθρωπος.

Ἀδελφέ μου, πιάσε τό Χέρι Του,΄ εἶναι πληγωμένο, ὅπως τό δικό σου. Δές τά μάτια Του, εἶναι δακρυσμένα ὅπως τά δικά σου. Καί τό αἷμα καί τά δάκρυα γιά σένα τρέχουν ἀπό τό ἀκήρατο σῶμα Του. Δές ὅμως καί τό πρόσωπό Του΄ λάμπει ὑπέρ τόν ἥλιον. Ὅλα γύρω σου, ὅλα γύρω μας, εἶναι φῶς καί χαρά καί ζωή. Χριστός Ἀνέστη, παιδί μου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...